καλλικέλαδος

καλλικέλαδος
-η, -ο (AM καλλικέλαδος, -ον)
καλλίφωνος, αυτός που τραγουδάει, ψάλλει ή ηχεί ωραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -κέλαδος (< κέλαδος, «θόρυβος»), πρβλ. κακο-κέλαδος, νεο-κέλαδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλλικέλαδος — beautiful sounding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλικέλαδον — καλλικέλαδος beautiful sounding masc/fem acc sg καλλικέλαδος beautiful sounding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλικέλαδε — καλλικέλαδος beautiful sounding masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱԿԱՆՈՒՆ — (ուան, անց.) NBH 2 0192 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 13c գ. ἑπώνυμον, ἑπωνυμία cognomen, cognomentum. Վերադիր անուն երկրորդական. որ եւ մակադրական, կամ անուն մակակոչութեան. ... *Մականուն է, որ եւ երկանուն կոչի, որ հանդերձ այլով… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”